Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το γλαύκωμα

См. также в других словарях:

  • γλαύκωμα — opacity of the crystalline lens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαύκωμα — Οφθαλμική νόσος που οφείλεται σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (άνω των 20 mmHg). Η ονομασία της οφείλεται στο κυανοπράσινο (γλαυκό) χρώμα που αποκτά μερικές φορές η κόρη του ματιού των ατόμων που πάσχουν. Κατά την εξέλιξή της προκαλεί ελάττωση… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκωμα — το ασθένεια των ματιών: Πάσχει από χρόνιο γλαύκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαυκωμάτων — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώμασι — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώματα — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώματος — γλαύκωμα opacity of the crystalline lens neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκωματικός — ή, ό (AM γλαυκωματικός, ή, όν) [γλαύκωμα] αυτός που πάσχει από γλαύκωμα …   Dictionary of Greek

  • γλαυκώ — γλαυκῶ ( όω) (Α) 1. δίνω σε κάτι το γλαυκό χρώμα 2. παθ. γλαυκοῡμαι πάσχω από γλαύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το παθ. γλαυκούμαι χρησιμοποιήθηκε στην ιατρική ορολογία αρχικά από τον Ιπποκράτη, εξαιτίας τού χρώματος που παίρνει το μάτι όταν… …   Dictionary of Greek

  • Glaucoma — Classification and external resources Acute angle closure glaucoma of the right eye. Note the mid sized pupil, which was nonreactive to light, and injection of the conjunctiva. ICD 10 …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»